«Οι άπολεις αυξάνονται στην σύγχρονη μητρόπολη καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποεδαφοποιούνται. Χωρίς χαρτιά, πρόσφυγες ,μετανάστες, άνεργοι, άστεγοι, περιθωριακές ομάδες, ζουν ως εξόριστοι στη μεταμοντέρνα μητρόπολη ,στα κενά της. Τα αποκομμένα αυτά περιβάλλοντα είναι διάσπαρτα, μεταβαλλόμενα και ρευστά, καθώς τα παράγει η ίδια η πόλη και οι μετασχηματισμοί της. Κενοί χώροι στο κράτος του δικαιώματος και γενικότερα στην ιδέα του ανήκειν . Στους τόπους αυτούς οι οποίοι λειτουργούν σαν καταφύγια μέσα στην πόλη, ακυρώνεται ο λόγος του αρχιτέκτονα και παράγεται ένας άλλος λόγος, αυτός της εφήμερης, ρευστής ,σωματικής κατοίκησης. Κατά την κατοίκιση αυτή αναπτύσσονται χαρακτηριστικά κοινοτικής ζωής· και οι τόποι αυτοί δημιουργούν ένα άλλο δίκτυο που απλώνεται από την καρδιά της πόλης ως την μακρινή της περιφέρεια.»
Ένας ύμνος στον Άπολι μια ικεσία να μην κατεδαφιστεί ο κόσμος…
Φωτό και κείμενο: Γκαζοχώρι – Δίκτυο Νομαδικής Αρχιτεκτονικής
Δεν έχω να πώ πολλά, λίγες μέρες πρίν σημείωνα τις υποσχέσεις για το μετασχηματισμό των «υπο-σχέσεων» σε σχέσεις ισότιμες και ουσιαστικές. Ο ταπεινός απολογισμός της magica και του Αθήναιου προσδίδουν το νόημα και την ουσία στην προσέγγιση μας στους άλλους, τους άπολεις και τους νομάδες, κάνοντας τις «υπο σχέσεις» σχέσεις!
Δεν έχω να πώ πολλά, γιατί οι ψίθυροι που γίνονται κραυγές, δεν είναι απλή «βοήθεια» στον ανήμπορο, «φιλανθρωπία» των γιορτών στον πάσχοντα, είναι η συλλογή στιγμών των μεγίστων ταπεινών που δεν επαιτούν αλλά απαιτούν το αυτονόητο στο ευνομούμενο «σύμπαν μας», την ισοτιμία!
Δεν έχω να πώ πολλά, γιατί μπορώ να κάνω περισσότερα και η αόρατη πόλη μέσα στην πόλη να γίνει ορατή …
«yikma dunyami yaluaririm»
«σας ικετεύω μην καταδαφίζεται τον κόσμο μου»
Σύνθημα σε τοίχο του Γκαζοχωριού
Και μιά ικεσία ενός μέγιστου …
Ἡ νύχτα διαδέχεται τὴν ἡμέρα.
Καὶ ὡς ἡ μέρα εἶναι ἡ περιοχὴ τῶν δέντρων καὶ τῶν λουλουδιῶν,
ἔτσι κι’ ἡ νύχτα εἶναι ἡ περιοχὴ τῶν φαντασμάτων καὶ τῶν κρουνῶν.
Τοποθετεῖς τὴ σκάλα στὸν τοῖχο, καὶ μὲ πολλὴ πολλὴ προσοχὴ περνᾶς «ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά».
Ἀντιλαμβάνεσαι ψιθύρους, σὰν θρόϊσμα νεκρῶν φύλλων, καὶ τὸ κελάρυσμα τῶν νερῶν, τὸν σχεδὸν ἀνεπαίσθητο θόρυβο ποὺ κάμνει ἡ ρόδα τοῦ μύλου.
Ἕνας τροχός, ἕνα ἀλέτρι, ἀστέρια, κι’ ἀρχίζουν τὰ θαύματα καὶ τὰ μάγια τῆς νύχτας.
Μὲ τὰ χείλια κολλημένα στ’ ἄσπρα της πόδια,
στοχάσου καλά,
λέγε μέσα σου πὼς δὲ θὰ πάψης ποτὲ νὰ ἐλπίζης,
πὼς δὲ θὰ πάψης ποτὲ νὰ πιστεύης,
πὼς δὲ θὰ πάψης ποτὲ νὰ ἱκετεύης,
πὼς δὲ θὰ πάψης ποτὲ νὰ ἐπιστρατεύης ὅλη τὴν ἀγάπη, ποὺ ἔχεις μέσα σου κρυμμένη,
ἐνάντια στὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ.
Νίκος Εγγονόπουλος, «Ἱκεσία», Στὴν Κοιλάδα μὲ τοὺς Ροδῶνες, Ἴκαρος, Ἀθήναι 1992
Αναρτήθηκε στις αδιακρισίες, διαφορετικότητες
Σχόλια καυστικά